Οι  αιτιολογικοί παράγοντες εμφάνισης του τραυλισμού

Πατσιούρας Α.Νικόλαος

Ba,Msc Λογοπεδικός & Ειδικός παιδαγωγός

Εισαγωγή

Ο Τραυλισμός αποτελεί ένα σωματικό και ψυχολογικό τρόπο αντίδραση που χαρακτηρίζεται

από υπερβολικές διακοπές και διαφοροποιήσεις της κινητικότητας της ομιλίας οι οποίες επηρεάζουν την διαδοχή των λέξεων, το ρυθμό καθώς και το χρονισμό της ομιλίας και της επικοινωνίας ( D.Cross 2000)

Γιατί και πως εμφανίζεται ο τραυλισμός, είναι ένα από τα πιο συχνά ερωτήματα που ταλανίζουν κάθε  άτομο που εκδηλώνει τραυλισμό αλλά και τους γονείς των παιδιών που τραυλίζουν. Πολύ μελετητές και ερευνητές επίσης ασχολήθηκαν διεξοδικά με ανάλογα ερωτήματα όπως, γιατί σε κάποια παιδιά ο τραυλισμός εμφανίζεται ξαφνικά; μήπως συνέβη κάποιο τραυματικό γεγονός που προκάλεσε την εμφάνιση του; Πολλές φορές οι γονείς προσπαθώντας να δώσουν μια λογική εξήγηση υποστηρίζουν ότι το παιδί βίωσε κάποια τρομακτική εμπειρία όπως επίθεση από σκύλο, ανάρμοστη συμπεριφορά κάποιου άλλου ανθρώπου απέναντι του, φόβο από κάποιο φυσικό φαινόμενο. Παράλληλα αναδύεται επίσης το ερώτημα, γιατί σε άλλα παιδιά που επίσης έχουν βιώσει διάφορες τραυματικές εμπειρίες και άλλοτε σοβαρότερες, δεν έχει συμβεί κάτι ανάλογο στην ομιλία τους; Μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν κατηγορηματικές απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, οι απαντήσεις μπορεί να διαφέρουν αναλόγως το επιστημονικό πεδίο του κάθε ερευνητή και τις διαφορετικές προσεγγίσεις της κάθε σχολής ( δυτική, ανατολική, αμερικάνικη). Παρ’  όλο που οι απόψεις  μπορεί να διίστανται ταυτόχρονα συγκλίνουν, ως προς την συμβολή των  διαφόρων παραγόντων στην εμφάνιση του τραυλισμού, που μπορεί να ποικίλουν ως προς τη βαρύτητα των γεγονότων και το χρονικό διάστημα που εκδηλώνονται. Στην παιδική ηλικία τα συμπτώματα εκδηλώνονται από τα 2 έως τα 6 έτη, σε περιπτώσεις που η δυσκολία δεν ξεπεραστεί στην προσχολική ηλικία, επιπλέον επιβαρυντικοί παράγοντες συμβάλλουν στην βάθυνση του προβλήματος. Έτσι διαπιστώνεται ότι οι διάφοροι παράγοντες έχουν διαφορετική σημασία για αυτή την ειδική διαταραχή του λόγου, ανάλογα  με την αναδίπλωση τους στο χρόνο ( W.Haynes & R.Pindoza 1992). Η ανάλυση των  διάφορων αιτιολογικών  μοντέλων θα μας δώσει την δυνατότητα να εμβαθύνουμε και να κατανοήσουμε καλύτερα τον ρόλο των διάφορων παραγόντων στην εκδήλωση του τραυλισμού.

Αιτιολογικά μοντέλαΤο αιτιολογικό μοντέλο των ( Schulze/Johansen, in H.Schulze 1989)  είναι ένα μοντέλο που χαίρει αποδοχής από την πλειονότητα των μελετητών και ερευνητών πάνω στον τραυλισμό και αναφέρεται σε παράγοντες και υποπαράγοντες που θα πρέπει να εξεταστούν σχολαστικά. Οι ερευνητές απαριθμούν τους κάτωθι: Παράγοντες που συνδέονται με την ανθρώπινη φυσιολογία, όπως γενετικοί, έλεγχος της άρθρωσης του λόγου, αισθητηριακή αντίληψη. Ψυχο-κοινωνικούς παράγοντες, όπως χαρακτηριστικά της προσωπικότητας των γονέων, η σχέση μεταξύ τους και με το παιδί τους, ο τρόπος που αλληλεπιδρούν τα μέλη της οικογένειας και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του παιδιού. Και ψυχο-γλωσσολογικούς παράγοντες, όπως ανάπτυξη της ομιλίας και του λόγου, λεξιλόγιο, σύνταξη, την προσωδία και την κοινωνική χρήση του λόγου

Σε πολλές σύγχρονες έρευνες οι μελετητές μοιράζονται την άποψη ότι για να εκδηλωθεί ο τραυλισμός πρέπει να υφίστανται κάποιες προϋποθέσεις χωρίς να αποσαφηνίζεται ακριβώς ποιες και σε τι βαθμό, για αυτό το λόγο το πρόβλημα θα πρέπει να εξετάζεται από πολλές πλευρές. Οι F. Myers & M.Wall (1982) αναλύουν ένα αρκετά πρακτικό μοντέλο που μπορεί να βοηθήσει στην διαγνωστική διαδικασία. Το φάσμα των διαφόρων παραγόντων μπορεί να ποικίλει και να κλιμακώνεται σε διάφορα στάδια εξέλιξης της διαταραχής, χονδρικά οι παράγοντες αυτοί μπορούν να κατηγοριοποιηθούν όπως και στο προηγούμενο μοντέλο σε φυσιολογικούς, ψυχο-γλωσσολογικούς και ψυχο-κοινωνικούς. Οι παράγοντες φυσιολογίαςαφορούν, την λαρυγγική ένταση, το αισθητικοκινητικό συντονισμό, την συνάρθρωση , το αυτόνομο νευρικό σύστημα, τους γενετικούς και αναπνευστικούς παράγοντες.

Οι ψυχο-γλωσσολογικοί παράγοντες αφορούν: την φωνολογία, την προσωδία, την σύνταξή και την σημασιολογία της γλώσσας καθώς και την πραγματολογική χρήση του λόγου και τέλος  την ομαλότητα της ρέουσας ομιλίας. Οι ψυχο-κοινωνικοί παράγοντες έχουν σχέση, με τους γονείς και άλλα μέλη της οικογένειας τα οποία βρίσκονται κοντά στο παιδί, τα συνομήλικα παιδιά και το κοινωνικό φορτίο που επωμίζεται.

Από την παραπάνω ανάλυση είναι προφανές ότι οι παράγοντες αυτοί αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και δεν λειτουργούν αυτόνομα και ξεχωριστά. Για παράδειγμα εάν ένα παιδί έχει προβλήματα στο λόγο ή είναι γλωσσικά ανώριμο και το περιβάλλον είναι απαιτητικό απέναντι του, τότε μοιραία δεν μπορεί να ανταπεξέλθει, τότε οι γλωσσικές δυσκολίες μπορεί να διευρυνθούν ακόμα  και να εκδηλωθεί  τραυλισμός. Άλλες φορές η ραγδαία γλωσσική ανάπτυξη δεν συνάδει με τον ρυθμό ανάπτυξης των υπόλοιπων παραγόντων και αυτό μπορεί και πάλι  να οδηγήσει στην εκδήλωση τραυλισμού.

Σε αυτό το σημείο ενδεδειγμένο θα ήταν να κάνουμε μια εκτενέστερη ανάλυση, στις παραπάνω αναφορές σχετικά με τους διάφορους παράγοντες εμφάνισης της διαταραχής του τραυλισμού, προκειμένου να γίνουν,  πιο σαφής και κατανοητοί.

 Παράγοντες που συνδέονται με την φυσιολογία :

Η Γενετική-κληρονομική προδιάθεση, αφορά τα φυσικά αλλά και ψυχικά χαρακτηριστικά εκείνα που κληρονομούνται από τους προγόνους, τη διαμόρφωση τους όμως επηρεάζει σημαντικά και το περιβάλλον στο οποίο τα παιδιά αναπτύσσονται. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση του τραυλισμού. Ο V.Riper (1973) αναφέρει πως ο τραυλισμός μπορεί να προκληθεί τόσο λόγω κληρονομικών παραγόντων όσο και λόγω του οικογενειακού και κοινωνικού περιβάλλοντος που το παιδί μεγαλώνει.

Τα ερωτήματα γύρω από την οικογενειακή επιρροή ως προς την εμφάνιση του τραυλισμού είναι αρκετά δυσεπίλυτα. Σύμφωνα με τους T.Peters & Guitar (1991) οι γρίφοι αυτοί έχουν άμεση σχέση με την κληρονομικότητα αλλά και με την παραδοσιακά αρνητική προδιάθεση των γονέων απέναντι σε αυτό το θέμα. θέμα.

Η Αισθήσιο-κινητική οργάνωση του λόγου. Υπάρχει πολύ στενή σχέση ανάμεσα στην αισθήσιο-κινητική οργάνωση και τον συντονισμό των αρθρωτών οργάνων κατά την παραγωγή του λόγου. Από τη μία πλευρά η παραγωγή του λόγου περικλείει την κινητικό μέρος της άρθρωσης  και από την άλλη μεριά βρίσκεται  η  πρόσληψη μέσω της ακουστικής οδού  και η αντίληψη του ιδίου λόγου. Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι ο τραυλισμός μπορεί να οφείλεται στην λανθασμένη πρόσληψη του λόγου του ίδιου του ατόμου. Βασιζόμενοι σε αυτή την υπόθεση ερευνητές διεξήγαγαν μετρήσεις,  για το πως το νευρικό σύστημα των  ατόμων με τραυλισμό, ανταποκρίνεται  στους διάφορους φθόγγους και τα διάφορα μοντέλα ομιλίας. Κάποια από τα πειράματα αυτά έδειξαν πως τα άτομα με τραυλισμό ανταποκρίνονται με πιο αργό ρυθμό σε  δοκιμασίες διάκρισης των διαφόρων ακουστικών ερεθισμάτων σε σχέση με το δεδομένο χρόνο και τα αντίστοιχα άτομα που εξετάστηκαν παράλληλα και δεν έπασχαν από τραυλισμό ( Hall & Jerger 1978 in F.Silverman -1996 Kramer,Green &Guitar 1987. in T. Peters and Guitar 1991)

Παρόμοιες έρευνες παιδιών με τραυλισμό έδειξαν επίσης ότι αντιδρούν με πιο αργό ρυθμό σε δοκιμασίες διάκρισης των διαφόρων ακουστικών και οπτικών  ερεθισμάτων σε σχέση με το δεδομένο χρόνο από τα αντίστοιχα παιδιά  που εξετάστηκαν παράλληλα και δεν έπασχαν από τραυλισμό ( D Cross & H. Luper ,1979). Ανάμεσα στα εξεταζόμενα άτομα όμως υπήρξαν και κάποιοι που ξεπέρασαν με τις επιδόσεις τους, άτομα που δεν έπασχαν από τραυλισμό .Αυτή η σαφής αντίφαση μα ς οδηγεί στο συμπέρασμα πως οι πιο αργοί ρυθμοί αντίδρασης στα ερεθίσματα, δεν είναι αρκετή για να προκαλέσει την εκδήλωση του. Και όπως υποστηρίζει και ο Bloodstain (1987) οι πιο αργού ρυθμού αντίδραση  δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εκδήλωση της διαταραχής, δεδομένου ότι υφίστανται και  άτομα με τραυλισμό  που δεν παρουσιάζουν καθυστέρηση στην αντίδραση των ερεθισμάτων.

Η φυσική ανάπτυξη. Οι Περισσότεροι μελετητές δέχονται ότι ο τραυλισμός εμφανίζεται στην πλειοψηφία των παιδιών περί τα 2 με 6 έτη, αλλά πιθανά η προετοιμασία έχει ήδη ξεκινήσει  από την άρθρωση των πρώτων κιόλας φθόγγων. Η απότομη φυσική ανάπτυξη  και νευρολογική ωρίμανση έχει αρνητικά και θετικά σημεία όσον αφορά την ομαλότητα του λόγου, από τη μία πλευρά η ωρίμανση αυξάνει το λειτουργικό χώρο του εγκεφάλου ενώ από την άλλη, μπορεί να δυσκολέψει ή να καθυστερήσει κάποιες  διεργασίες οι οποίες δρουν ανταγωνιστικά μεταξύ τους. Τέτοιου είδους ανταγωνιστικές διεργασίες είναι η ανάπτυξη του λόγου και η ικανότητα της βάδισης. Τα παιδιά μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις πρώτα να βαδίσουν και μετά να μιλήσουν ή και το αντίστροφο, αλλά και τα δύο δεν μπορούν να συμβούν ταυτόχρονα στον ίδιο βαθμό επιτυχίας (R.Netsel,1981)

Η Εγκεφαλική λειτουργία. Μελέτες του εγκεφάλου ατόμων με τραυλισμό δεν έχουν γίνει δυστυχώς αρκετές, λόγω του υψηλού κόστους και της πολυπλοκότητας που παρουσιάζει η διαταραχή. Κοινά αποδεκτή είναι η άποψη, ότι το αριστερό ημισφαίριο είναι πιο εξειδικευμένο όσον αφορά  τις γλωσσικές διεργασίες, λόγω της ικανότητας της ταχύτερης επεξεργασίας εναλλασσόμενων ερεθισμάτων, όπως αυτά της ομιλίας ενώ το δεξί ημισφαίριο συνδέεται περισσότερο με την επεξεργασία των μουσικών ερεθισμάτων και άλλων ερεθισμάτων του περιβάλλοντος χώρου. Μελέτες των ( D.McFarland & W. Moore 1982 in T.Peters & Guitαr 1991) έδειξαν ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των γλωσσικών διεργασιών ανθρώπων που τραυλίζουν, πραγματοποιείται στο δεξί ημισφαίριο, αλλά δεν έχει αποδειχτεί, εάν αυτές οι μετατοπίσεις είναι η αιτία ή το αποτέλεσμα του τραυλισμού. Επιστημονικά είναι γνωστό ότι οι δραστηριότητες του δεξιού ημισφαιρίου είναι συνδεδεμένες με την συναισθηματική έκφραση και αυτό μπορεί να μας οδηγήσει στην υπόθεση ότι ο τραυλισμός έχει άμεση σχέση με την συναισθηματική φόρτιση κατά την ώρα της επικοινωνίας. Αλλά ακόμα δεν είναι τεκμηριωμένο εάν λόγω αυτού εκδηλώνεται η διαταραχή ή αυτό είναι αποτέλεσμα της  γλωσσικής ολοκλήρωσης σε γενικότερο πλαίσιο.

Παράγοντες που έχουν σχέση με το λόγο, την ομιλία και την επικοινωνία:

Οι δυσκολίες στην άρθρωση έχουν τη δική τους λογική εξήγηση σε σχέση με την ομαλή ροή του λόγου. Το παιδί που αντιμετωπίζει δυσκολίες στην άρθρωση κάποιων φωνημάτων, όταν προσπαθεί να μιλήσει, σταματά και ξαναρχίζει από την αρχή αρκετές φορές ως που να καταφέρει να αρθρώσει σωστά τις ζητούμενες λέξεις. Στην δεδομένη στιγμή λόγω  της πίεσης που  προκύπτει μπορεί να εμφανιστούν κάποια πρώτα σημάδια τραυλισμού. Για το συγκεκριμένο παιδί πλέον, η ομιλία αρχίζει να γίνεται μια πράξη που του προκαλεί δυσάρεστα και καταπιεστικά συναισθήματα ( O.Bloodstain 1987). Αρκετοί ερευνητές ανάμεσα σε αυτούς οι ( J.Sheehan 1975, W.Starkweather,1987) τις τελευταίες δύο τρεις δεκαετίες υποστηρίζουν, πως οι αυξανόμενες απαιτήσεις σε σχέση με τις γλωσσικές και αρθρωτικές ικανότητες παίζουν κυρίαρχο ρόλο στην εμφάνιση του τραυλισμού. Τα παιδιά αντιμετωπίζουν δυσκολίες όχι όταν είναι στη διαδικασία εκμάθησης καινούριων μόρφο-συντακτικά μοντέλων ομιλίας, αλλά όταν καλούνται να τα χρησιμοποιήσουν στον αυθόρμητο λόγο, χωρίς να τα έχουν αφομοιώσει και αυτοματοποιήσει πλήρως. Ακόμα και παιδιά που δεν αντιμετωπίζουν τέτοιου τύπου δυσκολίες, για κάποια χρονική περίοδο μπορεί να εκδηλώσουν κάποια δυσαρμονία στη ροή της ομιλίας τους, λόγω της ραγδαίας γλωσσικής ανάπτυξης που συμβαίνει τη δεδομένη χρονική περίοδο ( συνήθως μεταξύ 2-3 ετών). Αρνητική επιρροή επίσης αποδεικνύετε για κάποια παιδιά, η ταυτόχρονη εκμάθηση δυο διαφορετικών γλωσσών (O.Bloodstrain 1987,W.Haynes & R. Pindoza 1998,  P.Ramig 2002). O G.Wells (1983) επίσης σημειώνει   πως όσο πιο περίπλοκες σημασιολογικά και συντακτικά δομές χρησιμοποιούνται, τόσο περισσότερο εντείνεται η εκδήλωση του τραυλισμού. Σε μία ενδιαφέρουσα μελέτη γονέων παιδιών με τραυλισμό και χωρίς τραυλισμό οι S.Meyers και F.Freeman (1985) κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι μητέρες των παιδιών που αντιμετώπιζαν προβλήματα στη ροή του λόγου, είχαν τη συνήθεια να μιλάνε με ταχύτητα και να διακόπτουν τα παιδιά τους όταν αυτά μιλούσαν μαζί τους, σε αντιπαράθεση με τις μητέρες των παιδιών που δεν τραύλιζαν. Είναι λογικό λοιπόν να συμπεράνουμε ότι αυτά τα παιδιά θα βιώνουν περισσότερη πίεση στη συνομιλία με τις μητέρες τους και φυσιολογική συνέπεια είναι να μην θέλουν  να εμπλακούνε σε συζητήσεις όπου θα τα διακόπτουν συνεχώς για να τα διορθώσουν στο τραυλισμό τους.

Ψύχο-συναισθηματικοί και κοινωνικοί παράγοντες:

Οι περισσότερες σύγχρονες οικογένειες ζουν σε γρήγορους ρυθμούς, οργανώνοντας δραστηριότητες σε καθημερινό επίπεδο και  προσπαθώντας να ανταποκριθούν στις διάφορες υποχρεώσεις μέσα και έξω από το σπίτι και επιπλέον να καλύψουν τις διάφορες ανάγκες των μελών τους. Οι  γρήγοροι αυτοί ρυθμοί της συνεχόμενης χρονικής πίεσης συν τις διάφορες καταστάσεις που μπορεί να προκύψουν, όπως συγκρούσεις και διαφωνίες σίγουρα δεν είναι το ιδανικό περιβάλλον για ένα παιδί. Ακόμα και παιδιά χωρίς τραυλισμό θα δυσκολευτούν να ακολουθήσουν αυτούς τους ρυθμούς οι οποίοι λειτουργούν καταπιεστικά και δρουν αρνητικά στο ψυχισμό τους. Μέσα λοιπόν σε ένα τέτοιο κλίμα τα παιδιά  γίνονται πιο ευαίσθητα στις δυσκολίες και τα λάθη τα οποία συνοδεύουν το λόγο τους και ακριβώς αυτό το δεδομένο μπορεί να προκαλέσει την εκδήλωση τραυλισμού. (P.Tonef 2006)

Συμπεράσματα

Όπως έγινε σαφές μέσα από τις διάφορες προσεγγίσεις και αναλύσεις των διαφόρων παραγόντων, δεν υφίσταται κάποια κατηγορηματική απάντηση για την εμφάνιση της διαταραχής του τραυλισμού. Ο κάθε παράγοντας μπορεί να δώσει κάποιες επιμέρους εξηγήσεις αλλά και πάλι όχι σε τέτοιο βαθμό πληρότητας που θα κάλυπτε τα ερωτήματα γύρω από την εκδήλωση της διαταραχής. Πιθανότατα  συμπεραίνουμε ότι ο κάθε παράγοντας ξεχωριστά παίζει το δικό του ρόλο και έχει τη δική του βαρύτητα στην εμφάνιση του προβλήματος, σε συνδυασμό πάντα με τη διαφορετικότητα του κάθε ατόμου. Εξάλλου ο κάθε άνθρωπος είναι μια ξεχωριστή, πολυσύνθετη, ψυχοσωματική οντότητα, που καλείται να λειτουργήσει σε μια πολύμορφη και απαιτητική κοινωνία ανθρώπων. Έτσι είναι νομοτελειακά καθορισμένο ο κάθε ένας να αντιδράσει διαφορετικά στα διάφορα ερεθίσματα και καταστάσεις, μια από αυτές είναι και η επικινδυνότητα εμφάνισης της διαταραχής της ροής του λόγου που ονομάζεται  ‘’Τραυλισμός’’.