Κάθε παιδί γεννιέται με τη μοναδική ικανότητα να μαθαίνει να επικοινωνεί με ένα μοναδικό σύστημα ήχων και εννοιών που ονομάζεται γλώσσα. Γύρω στους 3 πρώτους μήνες το βρέφος αρχίζει να εξοικειώνεται με τους ήχους της γλώσσας που ακούει να μιλάνε γύρω του, τον περισσότερο χρόνο. Μετά τον 6ο μήνα πλέον έχουν διαμορφωθεί οι βάσεις για να αναπτυχθεί γλωσσικά, σύμφωνα πάντα με τη γλώσσα που μιλάνε οι γονείς ή αυτοί που έχουν αναλάβει την ανατροφή του.
Για να αφομοιωθούν  όμως  οι κανόνες μιας γλώσσας και να εμπλουτιστεί αρκετά το λεξιλόγιο σε επίπεδο επικοινωνίας χρειάζονται τουλάχιστον 4 έτη. Για αυτό και οι περισσότεροι ειδικοί προτείνουν  για την εκμάθηση της δεύτερης ξένης γλώσσας να μην ξεκινάει νωρίτερα από τα τέσσερα χρονιά ζωής. Αυτή η προϋπόθεση όμως ισχύει μόνο στην περίπτωση που στην οικογένεια ομιλείται μόνο μια γλώσσα. Όταν οι δύο γονείς μιλάνε διαφορετικές γλώσσες τότε μπορούνε αβίαστα να επικοινωνούν με το παιδί, ο καθένας στη δική του, όταν φυσικά αυτή είναι μητρική γλώσσα για αυτούς και μπορούν να τη μιλήσουν αλάνθαστα, χωρίς συντακτικά και φωνολογικά λάθη.
Μερικές φορές σε τέτοιες περιπτώσεις, ενδέχεται η γλωσσική ανάπτυξη να καθυστερήσει λίγο, λόγω της ταυτόχρονης αφομοίωσης και των δύο γλωσσών. Παρ’όλα  αυτά όμως μέχρι τα 5 έτη θα πρέπει να έχει ξεπεραστεί κάθε δυσκολία και το παιδί πλέον να χρησιμοποιεί εξίσου καλά και τις δύο γλώσσες.
Υπάρχουν και περιπτώσεις που το παιδί μεγαλώνει σε μια τρίτη χώρα που ομιλείται διαφορετική γλώσσα από αυτές των γονέων. Τότε θα έχουμε τριγλωσσία και αυτό θα δυσκολέψει αρκετά την γλωσσική του εξέλιξη. Εδώ θα πρέπει πρώτα να αρχίσει να επικοινωνεί στη γλώσσα που ομιλείται στη χώρα αυτή,προκειμένου να μην απομονωθεί κοινωνικά από τα άλλα παιδιά (συμμαθητές και φίλους) αλλά και να μην έχει προβλήματα κατά την εκπαίδευση του. Όταν αφομοιωθεί το πρώτο λεξιλόγιο και  μπορεί να επικοινωνήσει καλά με το περιβάλλον, τότε μπορεί να αρχίσει να μαθαίνει και τις άλλες 2 γλώσσες.
Υπάρχουν έρευνες που υποστηρίζουν πως η εκμάθηση 2ης  ή και 3ης  γλώσσας ταυτόχρονα μπορεί να ευθύνεται για την εκδήλωση τραυλισμού ή ακόμα και για την καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου γενικότερα.
Ευτυχώς όμως ο εγκέφαλός και ειδικότερα σε αυτήν την ηλικία  είναι αρκετά εύπλαστος και έχει μεγάλη ικανότητα αφομοίωσης σε μικρό χρονικό διάστημα.¨ Έτσι τις περισσότερες φορές ένα παιδί από δίγλωσση οικογένεια μπορεί να μάθει εξίσου καλά να επικοινωνεί και στις 2 γλώσσες, όταν  όμως είναι το ίδιο διαθέσιμες για αυτό και η εκπαίδευση του σε αυτές γίνεται αβίαστα.
Πάντα βέβαια όπως και σε κάθε περίπτωση, έτσι και σε αυτή εάν υπάρχει αμφιβολία για τη γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού μας, μια επίσκεψη στο λογοπεδικό θα μας λύσει την απορία.