Δυσορθογραφία
Αναφέρεται στην ειδική μαθησιακή δυσκολία της ορθογραφίαςτης ελληνικής γλώσσας.
Όπως είναι γνωστό στην ελληνική γλώσσα κατά το ένα σκέλος της ορθογραφίας υπάρχουν κανόνες γραμματικής που μας καθοδηγούν να επιλέξουμε το σωστό αναλόγως.
Στην περίπτωση για παράδειγμα, των ρημάτων που τελειώνουν σε (ο) ο κανόνας μας λέει ότι πάντα γράφονται με –ω-
Και δεύτερον, υπάρχουν κομμάτια των λέξεων, όπως είναι η ρίζα μιας λέξης όπου δεν υπάρχει κανόνας να μας διαφωτίσει για την ορθογραφίας της.
Όπως για παράδειγμα η λέξη κλωστή που η ρίζα της, γράφεται με –ω- για λόγους που έχουν προκύψει μέσα από την ιστορία της γλώσσας.
Έτσι λοιπόν γίνεται κατανοητό ότι για να ορθογραφήσει κανείς χρειάζεται
Α) Να είναι γνώστης των γραμματικών κανόνων που του εξασφαλίζουν για παράδειγμα, την σωστή ορθογραφία της κατάληξης μιας λέξης
Β) Να έχει καλή οπτική μνήμη για να μπορεί να συγκρατήσει οπτικά την εκάστοτε ρίζα, ή την πρόθεση, μιας λέξης και με ποιο γράμμα γράφονται.
Όπως είναι γνωστό τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες παρουσιάζουν αδυναμία στο να συγκρατούν κανόνες, δεν αυτοματοποιούν εύκολα γνώσεις και η μνήμη τους συνήθως δεν ανταποκρίνεται επαρκώς και δεν συγκρατεί πάντα σε επιθυμητό βαθμό πληροφορίες. Έτσι είναι αναμενόμενο ότι θα παρουσιάσουν δυσκολίες στην εκμάθηση της ορθογραφίας που συνήθως τα ακολουθεί και μέχρι το λύκειο.
Η δυσορθογραφία θεωρείτε φυσιολογική ως ένα βαθμό στη Ά και΄Β δημοτικού όπου ο μαθητής προσαρμόζεται και εκπαιδεύεται ακόμα στους κανόνες του γραπτού λόγου. Από την ΄Γ δημοτικού και μετά όμως εάν το πρόβλημα παραμένει σταθερό, τότε θα πρέπει να αντιμετωπιστεί πριν το παιδί προχωρήσει στις μεγαλύτερες τάξεις και η δυσκολία αυτή καταστεί τροχοπέδη στην μετέπειτα εξέλιξη του.